Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
Μερμερίδης
μέρμερος
Μέρμερος
View word page
μερισμός
a dividing, division

ShortDef

a dividing, division

Debugging

Headword:
μερισμός
Headword (normalized):
μερισμός
Headword (normalized/stripped):
μερισμος
IDX:
55774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55775
Key:

Data

{'content': 'a dividing, division'}