Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
μερίτης
View word page
μεριμνοφροντιστής
‘minute philosopher’

ShortDef

‘minute philosopher’

Debugging

Headword:
μεριμνοφροντιστής
Headword (normalized):
μεριμνοφροντιστής
Headword (normalized/stripped):
μεριμνοφροντιστης
IDX:
55771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55772
Key:

Data

{'content': '‘minute philosopher’'}