Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
μεριτεύομαι
View word page
μεριμνοτόκος
mother of cares

ShortDef

mother of cares

Debugging

Headword:
μεριμνοτόκος
Headword (normalized):
μεριμνοτόκος
Headword (normalized/stripped):
μεριμνοτοκος
IDX:
55770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55771
Key:

Data

{'content': 'mother of cares'}