Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
μεριτεία
View word page
μεριμνοποιός
causing care

ShortDef

causing care

Debugging

Headword:
μεριμνοποιός
Headword (normalized):
μεριμνοποιός
Headword (normalized/stripped):
μεριμνοποιος
IDX:
55769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55770
Key:

Data

{'content': 'causing care'}