Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνάγωγος
ἀναγωνίατος
ἀναγώνιστος
ἀναδαίω
ἀναδάκνω
ἀναδάσιμος
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
ἀνάδειξις
ἀναδείπνια
ἀναδεκτέον
ἀναδεκτικός
ἀνάδελφος
ἀναδέμω
ἀναδενδραδικός
ἀναδενδράς
ἀναδενδρίτης
ἀναδενδρομαλάχη
View word page
ἀναδείκνυμι
to lift up and shew

ShortDef

to lift up and shew

Debugging

Headword:
ἀναδείκνυμι
Headword (normalized):
ἀναδείκνυμι
Headword (normalized/stripped):
αναδεικνυμι
IDX:
5576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5577
Key:

Data

{'content': 'to lift up and shew'}