Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
μεριστός
View word page
μεριμνοποιέω
cause care

ShortDef

cause care

Debugging

Headword:
μεριμνοποιέω
Headword (normalized):
μεριμνοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μεριμνοποιεω
IDX:
55768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55769
Key:

Data

{'content': 'cause care'}