Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
μεριστικός
View word page
μεριμνητικός
anxious

ShortDef

anxious

Debugging

Headword:
μεριμνητικός
Headword (normalized):
μεριμνητικός
Headword (normalized/stripped):
μεριμνητικος
IDX:
55767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55768
Key:

Data

{'content': 'anxious'}