Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
μεριστής
View word page
μεριμνητής
one who is anxious about

ShortDef

one who is anxious about

Debugging

Headword:
μεριμνητής
Headword (normalized):
μεριμνητής
Headword (normalized/stripped):
μεριμνητης
IDX:
55766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55767
Key:

Data

{'content': 'one who is anxious about'}