Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
μεριστέον
View word page
μερίμνημα
anxiety
ShortDef
anxiety
Debugging
Headword:
μερίμνημα
Headword (normalized):
μερίμνημα
Headword (normalized/stripped):
μεριμνημα
IDX:
55765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55766
Key:
Data
{'content': 'anxiety'}