Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
μερισμός
View word page
μεριμνάω
to care for, be anxious about, think earnestly upon, scan minutely

ShortDef

to care for, be anxious about, think earnestly upon, scan minutely

Debugging

Headword:
μεριμνάω
Headword (normalized):
μεριμνάω
Headword (normalized/stripped):
μεριμναω
IDX:
55764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55765
Key:

Data

{'content': 'to care for, be anxious about, think earnestly upon, scan minutely'}