Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
μέρισμα
View word page
μερίμναμα
anxiety

ShortDef

anxiety

Debugging

Headword:
μερίμναμα
Headword (normalized):
μερίμναμα
Headword (normalized/stripped):
μεριμναμα
IDX:
55763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55764
Key:

Data

{'content': 'anxiety'}