Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
μερίς
View word page
μέριμνα
care, thought
ShortDef
care, thought
Debugging
Headword:
μέριμνα
Headword (normalized):
μέριμνα
Headword (normalized/stripped):
μεριμνα
IDX:
55762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55763
Key:
Data
{'content': 'care, thought'}