Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μένων
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
μεριμνοφροντιστής
View word page
μερικός
partial

ShortDef

partial

Debugging

Headword:
μερικός
Headword (normalized):
μερικός
Headword (normalized/stripped):
μερικος
IDX:
55761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55762
Key:

Data

{'content': 'partial'}