Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μένω
Μένων
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
μεριμνοτόκος
View word page
μερικεύω
make
ShortDef
make
Debugging
Headword:
μερικεύω
Headword (normalized):
μερικεύω
Headword (normalized/stripped):
μερικευω
IDX:
55760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55761
Key:
Data
{'content': 'make'}