Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μέντωρ
μένω
Μένων
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
μεριμνοποιός
View word page
μερίζω
to divide, distribute

ShortDef

to divide, distribute

Debugging

Headword:
μερίζω
Headword (normalized):
μερίζω
Headword (normalized/stripped):
μεριζω
IDX:
55759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55760
Key:

Data

{'content': 'to divide, distribute'}