Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναγωγός
ἀνάγωγος
ἀναγωνίατος
ἀναγώνιστος
ἀναδαίω
ἀναδάκνω
ἀναδάσιμος
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
ἀνάδειξις
ἀναδείπνια
ἀναδεκτέον
ἀναδεκτικός
ἀνάδελφος
ἀναδέμω
ἀναδενδραδικός
ἀναδενδράς
ἀναδενδρίτης
View word page
ἀνάδειγμα
a mouthpiece used by public criers
ShortDef
a mouthpiece used by public criers
Debugging
Headword:
ἀνάδειγμα
Headword (normalized):
ἀνάδειγμα
Headword (normalized/stripped):
αναδειγμα
IDX:
5575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5576
Key:
Data
{'content': 'a mouthpiece used by public criers'}