Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μεντορουργής
Μέντωρ
μένω
Μένων
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
μερίμναμα
μεριμνάω
μερίμνημα
μεριμνητής
μεριμνητικός
μεριμνοποιέω
View word page
μερίδιον
small part
ShortDef
small part
Debugging
Headword:
μερίδιον
Headword (normalized):
μερίδιον
Headword (normalized/stripped):
μεριδιον
IDX:
55758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55759
Key:
Data
{'content': 'small part'}