Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μενοιτιάδης
Μενοίτιος
μένος
μεντάγρα
Μέντης
μέντοι
Μεντορουργής
Μέντωρ
μένω
Μένων
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
μέριμνα
View word page
μεράρχης
distributing official

ShortDef

distributing official

Debugging

Headword:
μεράρχης
Headword (normalized):
μεράρχης
Headword (normalized/stripped):
μεραρχης
IDX:
55752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55753
Key:

Data

{'content': 'distributing official'}