Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μενοινή
Μενοιτιάδης
Μενοίτιος
μένος
μεντάγρα
Μέντης
μέντοι
Μεντορουργής
Μέντωρ
μένω
Μένων
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
μερικός
View word page
Μένων
Meno

ShortDef

Meno

Debugging

Headword:
Μένων
Headword (normalized):
μένων
Headword (normalized/stripped):
μενων
IDX:
55751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55752
Key:

Data

{'content': 'Meno'}