Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μενοινάω
μενοινή
Μενοιτιάδης
Μενοίτιος
μένος
μεντάγρα
Μέντης
μέντοι
Μεντορουργής
Μέντωρ
μένω
Μένων
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
μερικεύω
View word page
μένω
to stay at home, stay where one is, not stir

ShortDef

to stay at home, stay where one is, not stir

Debugging

Headword:
μένω
Headword (normalized):
μένω
Headword (normalized/stripped):
μενω
IDX:
55750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55751
Key:

Data

{'content': 'to stay at home, stay where one is, not stir'}