Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μενοικεύς
μενοινάω
μενοινή
Μενοιτιάδης
Μενοίτιος
μένος
μεντάγρα
Μέντης
μέντοι
Μεντορουργής
Μέντωρ
μένω
Μένων
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
μερίζω
View word page
Μέντωρ
Mentor
ShortDef
Mentor
Debugging
Headword:
Μέντωρ
Headword (normalized):
μέντωρ
Headword (normalized/stripped):
μεντωρ
IDX:
55749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55750
Key:
Data
{'content': 'Mentor'}