Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μενοεικής
Μενοικεύς
μενοινάω
μενοινή
Μενοιτιάδης
Μενοίτιος
μένος
μεντάγρα
Μέντης
μέντοι
Μεντορουργής
Μέντωρ
μένω
Μένων
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
μεριδάρχης
μεριδαρχία
μερίδιον
View word page
Μεντορουργής
wrought by Mentor

ShortDef

wrought by Mentor

Debugging

Headword:
Μεντορουργής
Headword (normalized):
μεντορουργής
Headword (normalized/stripped):
μεντορουργης
IDX:
55748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55749
Key:

Data

{'content': 'wrought by Mentor'}