Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μένημα
μενητέον
Μενίππη
μενοεικής
Μενοικεύς
μενοινάω
μενοινή
Μενοιτιάδης
Μενοίτιος
μένος
μεντάγρα
Μέντης
μέντοι
Μεντορουργής
Μέντωρ
μένω
Μένων
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
Μεριδάρπαξ
View word page
μεντάγρα
lichen
ShortDef
lichen
Debugging
Headword:
μεντάγρα
Headword (normalized):
μεντάγρα
Headword (normalized/stripped):
μενταγρα
IDX:
55745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55746
Key:
Data
{'content': 'lichen'}