Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μενεχάρμης
μένημα
μενητέον
Μενίππη
μενοεικής
Μενοικεύς
μενοινάω
μενοινή
Μενοιτιάδης
Μενοίτιος
μένος
μεντάγρα
Μέντης
μέντοι
Μεντορουργής
Μέντωρ
μένω
Μένων
μεράρχης
μεραρχία
Μεργάνη
View word page
μένος
might, force, strength, prowess, courage
ShortDef
might, force, strength, prowess, courage
Debugging
Headword:
μένος
Headword (normalized):
μένος
Headword (normalized/stripped):
μενος
IDX:
55744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55745
Key:
Data
{'content': 'might, force, strength, prowess, courage'}