Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μενετέον
μενετέος
μενετικός
μενετός
μενεχάρμης
μένημα
μενητέον
Μενίππη
μενοεικής
Μενοικεύς
μενοινάω
μενοινή
Μενοιτιάδης
Μενοίτιος
μένος
μεντάγρα
Μέντης
μέντοι
Μεντορουργής
Μέντωρ
μένω
View word page
μενοινάω
to desire eagerly, to be bent on

ShortDef

to desire eagerly, to be bent on

Debugging

Headword:
μενοινάω
Headword (normalized):
μενοινάω
Headword (normalized/stripped):
μενοιναω
IDX:
55740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55741
Key:

Data

{'content': 'to desire eagerly, to be bent on'}