Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναγωγία
ἀναγώγιος
ἀναγωγός
ἀνάγωγος
ἀναγωνίατος
ἀναγώνιστος
ἀναδαίω
ἀναδάκνω
ἀναδάσιμος
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
ἀνάδειξις
ἀναδείπνια
ἀναδεκτέον
ἀναδεκτικός
ἀνάδελφος
ἀναδέμω
ἀναδενδραδικός
View word page
ἀνάδαστος
divided anew, re-distributed
ShortDef
divided anew, re-distributed
Debugging
Headword:
ἀνάδαστος
Headword (normalized):
ἀνάδαστος
Headword (normalized/stripped):
αναδαστος
IDX:
5573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5574
Key:
Data
{'content': 'divided anew, re-distributed'}