Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μενεπτόλεμος
Μενεσθεύς
Μενέσθης
Μενέσθιος
Μενεσθώ
μενετέον
μενετέος
μενετικός
μενετός
μενεχάρμης
μένημα
μενητέον
Μενίππη
μενοεικής
Μενοικεύς
μενοινάω
μενοινή
Μενοιτιάδης
Μενοίτιος
μένος
μεντάγρα
View word page
μένημα
room, cell
ShortDef
room, cell
Debugging
Headword:
μένημα
Headword (normalized):
μένημα
Headword (normalized/stripped):
μενημα
IDX:
55735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55736
Key:
Data
{'content': 'room, cell'}