Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μένανδρος
Μενδαῖος
Μένδη
Μένδης
μενεαίνω
μενεδήϊος
Μενέδημος
μενέδουπος
Μενεκλῆς
μενεκράτης
Μενεκράτης
μενέκτυπος
Μενελάϊον
Μενελαΐς
Μενέλαος
μενεμάχος
μενεμηλάδες
Μενέξενος
μενεπτόλεμος
Μενεσθεύς
Μενέσθης
View word page
Μενεκράτης
Menecrates
ShortDef
abiding in strength
Menecrates
Debugging
Headword:
Μενεκράτης
Headword (normalized):
μενεκράτης
Headword (normalized/stripped):
μενεκρατης
IDX:
55717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55718
Key:
Data
{'content': 'Menecrates'}