Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μένανδρος
Μένανδρος
Μενδαῖος
Μένδη
Μένδης
μενεαίνω
μενεδήϊος
Μενέδημος
μενέδουπος
Μενεκλῆς
μενεκράτης
Μενεκράτης
μενέκτυπος
Μενελάϊον
Μενελαΐς
Μενέλαος
μενεμάχος
μενεμηλάδες
Μενέξενος
μενεπτόλεμος
Μενεσθεύς
View word page
μενεκράτης
abiding in strength

ShortDef

abiding in strength
Menecrates

Debugging

Headword:
μενεκράτης
Headword (normalized):
μενεκράτης
Headword (normalized/stripped):
μενεκρατης
IDX:
55716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55717
Key:

Data

{'content': 'abiding in strength'}