Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγωγεύς
ἀναγωγή
ἀναγώγια
ἀναγωγία
ἀναγώγιος
ἀναγωγός
ἀνάγωγος
ἀναγωνίατος
ἀναγώνιστος
ἀναδαίω
ἀναδάκνω
ἀναδάσιμος
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
ἀνάδειξις
ἀναδείπνια
ἀναδεκτέον
ἀναδεκτικός
View word page
ἀναδάκνω
stimulate, irritate

ShortDef

stimulate, irritate

Debugging

Headword:
ἀναδάκνω
Headword (normalized):
ἀναδάκνω
Headword (normalized/stripped):
αναδακνω
IDX:
5570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5571
Key:

Data

{'content': 'stimulate, irritate'}