Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόριον
μεμπτέος
μεμπτός
Μέμφις
Μεμφίτιον
μέμφομαι
μεμψιβολέω
μεμψιμοιρέω
μεμψιμοιρητέον
μεμψιμοιρία
μεμψίμοιρος
μέμψις
μέν
μεναίχμης
μένανδρος
Μένανδρος
View word page
μέμφομαι
to blame, censure, find fault with

ShortDef

to blame, censure, find fault with

Debugging

Headword:
μέμφομαι
Headword (normalized):
μέμφομαι
Headword (normalized/stripped):
μεμφομαι
IDX:
55697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55698
Key:

Data

{'content': 'to blame, censure, find fault with'}