Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
Μέμμιος
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόριον
μεμπτέος
μεμπτός
Μέμφις
Μεμφίτιον
μέμφομαι
μεμψιβολέω
μεμψιμοιρέω
μεμψιμοιρητέον
μεμψιμοιρία
View word page
μεμονωμένως
singly
ShortDef
singly
Debugging
Headword:
μεμονωμένως
Headword (normalized):
μεμονωμένως
Headword (normalized/stripped):
μεμονωμενως
IDX:
55691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55692
Key:
Data
{'content': 'singly'}