Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
Μέμμιος
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόριον
μεμπτέος
μεμπτός
Μέμφις
Μεμφίτιον
μέμφομαι
μεμψιβολέω
μεμψιμοιρέω
μεμψιμοιρητέον
View word page
μέμονα
to wish eagerly, to yearn, strive, be fain
ShortDef
to wish eagerly, to yearn, strive, be fain
Debugging
Headword:
μέμονα
Headword (normalized):
μέμονα
Headword (normalized/stripped):
μεμονα
IDX:
55690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55691
Key:
Data
{'content': 'to wish eagerly, to yearn, strive, be fain'}