Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεμετρημένως
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
Μέμμιος
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόριον
μεμπτέος
μεμπτός
Μέμφις
Μεμφίτιον
μέμφομαι
μεμψιβολέω
View word page
μεμοιραμένως
by lot
ShortDef
by lot
Debugging
Headword:
μεμοιραμένως
Headword (normalized):
μεμοιραμένως
Headword (normalized/stripped):
μεμοιραμενως
IDX:
55688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55689
Key:
Data
{'content': 'by lot'}