Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεμερισμένως
μεμετρημένως
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
Μέμμιος
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόριον
μεμπτέος
μεμπτός
Μέμφις
Μεμφίτιον
μέμφομαι
View word page
Μέμνων
Memnon, the ‘Steadfast’

ShortDef

Memnon, the ‘Steadfast’

Debugging

Headword:
Μέμνων
Headword (normalized):
μέμνων
Headword (normalized/stripped):
μεμνων
IDX:
55687
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55688
Key:

Data

{'content': 'Memnon, the ‘Steadfast’'}