Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετρημένως
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
Μέμμιος
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόριον
μεμπτέος
View word page
μεμιγμένως
mixedly
ShortDef
mixedly
Debugging
Headword:
μεμιγμένως
Headword (normalized):
μεμιγμένως
Headword (normalized/stripped):
μεμιγμενως
IDX:
55683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55684
Key:
Data
{'content': 'mixedly'}