Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετρημένως
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
Μέμμιος
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
μεμονωμένως
μεμόριον
View word page
μεμιασμένως
disgustingly
ShortDef
disgustingly
Debugging
Headword:
μεμιασμένως
Headword (normalized):
μεμιασμένως
Headword (normalized/stripped):
μεμιασμενως
IDX:
55682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55683
Key:
Data
{'content': 'disgustingly'}