Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μεμβράς
μεμβραφύα
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετρημένως
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
Μέμμιος
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
μεμοιραμένως
μεμολυσμένως
μέμονα
View word page
μεμηνότως
madly

ShortDef

madly

Debugging

Headword:
μεμηνότως
Headword (normalized):
μεμηνότως
Headword (normalized/stripped):
μεμηνοτως
IDX:
55680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55681
Key:

Data

{'content': 'madly'}