Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεμαώς
μεμβραδοπώλης
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετρημένως
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
Μέμμιος
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
Μέμνων
View word page
μεμερισμένως
dividedly
ShortDef
dividedly
Debugging
Headword:
μεμερισμένως
Headword (normalized):
μεμερισμένως
Headword (normalized/stripped):
μεμερισμενως
IDX:
55677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55678
Key:
Data
{'content': 'dividedly'}