Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μεμαθημένως
μεμαώς
μεμβραδοπώλης
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετρημένως
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
Μέμμιος
Μεμνόνειον
Μεμνόνειος
View word page
μεμελλημένως
hesitatingly
ShortDef
hesitatingly
Debugging
Headword:
μεμελλημένως
Headword (normalized):
μεμελλημένως
Headword (normalized/stripped):
μεμελλημενως
IDX:
55676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55677
Key:
Data
{'content': 'hesitatingly'}