Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελῳδός
μέμαα
μεμαθημένως
μεμαώς
μεμβραδοπώλης
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετρημένως
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
μεμιγμένως
Μέμμιος
View word page
μεμελετημένως
in a practised manner

ShortDef

in a practised manner

Debugging

Headword:
μεμελετημένως
Headword (normalized):
μεμελετημένως
Headword (normalized/stripped):
μεμελετημενως
IDX:
55674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55675
Key:

Data

{'content': 'in a practised manner'}