Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελῳδία
μελῳδικός
μελῳδός
μέμαα
μεμαθημένως
μεμαώς
μεμβραδοπώλης
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετρημένως
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
μεμιασμένως
View word page
μεμελανωμένως
obscurely
ShortDef
obscurely
Debugging
Headword:
μεμελανωμένως
Headword (normalized):
μεμελανωμένως
Headword (normalized/stripped):
μεμελανωμενως
IDX:
55672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55673
Key:
Data
{'content': 'obscurely'}