Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελῳδητός
μελῳδία
μελῳδικός
μελῳδός
μέμαα
μεμαθημένως
μεμαώς
μεμβραδοπώλης
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετρημένως
μεμηνιμένως
μεμηνότως
μεμηχανημένως
View word page
μεμβραφύα
anchovy
ShortDef
anchovy
Debugging
Headword:
μεμβραφύα
Headword (normalized):
μεμβραφύα
Headword (normalized/stripped):
μεμβραφυα
IDX:
55671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55672
Key:
Data
{'content': 'anchovy'}