Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναγχιππέω
ἀναγχίστευτος
ἀνάγχω
ἀνάγω
ἀναγωγεύς
ἀναγωγή
ἀναγώγια
ἀναγωγία
ἀναγώγιος
ἀναγωγός
ἀνάγωγος
ἀναγωνίατος
ἀναγώνιστος
ἀναδαίω
ἀναδάκνω
ἀναδάσιμος
ἀναδασμός
ἀνάδαστος
ἀναδατέομαι
ἀνάδειγμα
ἀναδείκνυμι
View word page
ἀνάγωγος
ill-trained, ill-bred

ShortDef

ill-trained, ill-bred

Debugging

Headword:
ἀνάγωγος
Headword (normalized):
ἀνάγωγος
Headword (normalized/stripped):
αναγωγος
IDX:
5566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5567
Key:

Data

{'content': 'ill-trained, ill-bred'}