Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελῴδημα
μελώδης
μελῳδητικός
μελῳδητός
μελῳδία
μελῳδικός
μελῳδός
μέμαα
μεμαθημένως
μεμαώς
μεμβραδοπώλης
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
μεμερισμένως
μεμετρημένως
View word page
μεμβραδοπώλης
dealer in anchovies

ShortDef

dealer in anchovies

Debugging

Headword:
μεμβραδοπώλης
Headword (normalized):
μεμβραδοπώλης
Headword (normalized/stripped):
μεμβραδοπωλης
IDX:
55668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55669
Key:

Data

{'content': 'dealer in anchovies'}