Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέλω
μελῳδέω
μελῴδημα
μελώδης
μελῳδητικός
μελῳδητός
μελῳδία
μελῳδικός
μελῳδός
μέμαα
μεμαθημένως
μεμαώς
μεμβραδοπώλης
μέμβραξ
μεμβράς
μεμβραφύα
μεμελανωμένως
μεμελετηκότως
μεμελετημένως
μεμελημένως
μεμελλημένως
View word page
μεμαθημένως
by learning

ShortDef

by learning

Debugging

Headword:
μεμαθημένως
Headword (normalized):
μεμαθημένως
Headword (normalized/stripped):
μεμαθημενως
IDX:
55666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55667
Key:

Data

{'content': 'by learning'}