Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μελογραφία
μελογράφος
μελοθεσία
μελοκοπέω
μελοκόπησις
μελοκόπος
μελοποιέω
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μελουργέω
μέλοψ
μέλπηθρον
μελπήτωρ
μέλπομαι
Μελπομένη
Μελπόμενος
μέλπω
μελπῳδός
μελύδριον
View word page
μελοτυπέω
to strike up a strain, chant

ShortDef

to strike up a strain, chant

Debugging

Headword:
μελοτυπέω
Headword (normalized):
μελοτυπέω
Headword (normalized/stripped):
μελοτυπεω
IDX:
55645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55646
Key:

Data

{'content': 'to strike up a strain, chant'}