Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μελλόπαις
μελλόποσις
μελλοπρόεδρος
μελλοπρύτανις
μέλλω
μελογραφία
μελογράφος
μελοθεσία
μελοκοπέω
μελοκόπησις
μελοκόπος
μελοποιέω
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
μελοτυπέω
μελουργέω
μέλοψ
μέλπηθρον
View word page
μελοκοπέω
mutilate
ShortDef
mutilate
Debugging
Headword:
μελοκοπέω
Headword (normalized):
μελοκοπέω
Headword (normalized/stripped):
μελοκοπεω
IDX:
55638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55639
Key:
Data
{'content': 'mutilate'}