Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μελλογυμνασίαρχος
μελλοδειπνικός
μελλοθάνατος
μελλοκούρια
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μελλόπαις
μελλόποσις
μελλοπρόεδρος
μελλοπρύτανις
μέλλω
μελογραφία
μελογράφος
μελοθεσία
μελοκοπέω
μελοκόπησις
μελοκόπος
μελοποιέω
μελοποιΐα
μελοποιός
μέλος
View word page
μέλλω
to think of doing, intend to do, to be about to do
ShortDef
to think of doing, intend to do, to be about to do
Debugging
Headword:
μέλλω
Headword (normalized):
μέλλω
Headword (normalized/stripped):
μελλω
IDX:
55634
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55635
Key:
Data
{'content': 'to think of doing, intend to do, to be about to do'}