Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέλλησις
μελλησμός
μελλητέον
μελλητέος
μελλητής
μελλητιάω
μελλητικός
μελλιέρη
μελλιχόμειδος
μελλιχόφωνος
μελλόγαμβρος
μελλόγαμος
μελλογυμνασίαρχος
μελλοδειπνικός
μελλοθάνατος
μελλοκούρια
μελλονικιάω
μελλόνυμφος
μελλόπαις
μελλόποσις
μελλοπρόεδρος
View word page
μελλόγαμβρος
about to be a brother-in-law

ShortDef

about to be a brother-in-law

Debugging

Headword:
μελλόγαμβρος
Headword (normalized):
μελλόγαμβρος
Headword (normalized/stripped):
μελλογαμβρος
IDX:
55622
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-55623
Key:

Data

{'content': 'about to be a brother-in-law'}